- μοιχούς
- μοιχόςadulterermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek
блоудьникъ — БЛОУДЬНИК|Ъ (94), А с. 1.Тот, кто заблуждается, ошибается, исповедует ложное учение; нарушает правила: Аще калоугер лѩжеть без молитвы игоуменѣ. то блоудьника и б҃ъ наречеть. СбТр XII/XIII, 50 об.; написахъ вамъ [христианам] въ ѥпистолии. не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μελαγκόρυφος — μελαγκόρυφος, ὁ (ΑM) 1. είδος πτηνού που έχει την κορυφή τού κεφαλιού μαύρη 2. (κατά τον Ησύχ.) «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι ἄμεινον δὲ νοεῑν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κορυφή… … Dictionary of Greek
μοιχογέννητος — μοιχογέννητος, ον (Μ) αυτός που γεννήθηκε από μοιχούς, τέκνο μοιχαλίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + γέννητος (< γεννῶ), πρβλ. θεο γέννητος] … Dictionary of Greek
μοιχοελέγκτης — μοιχοελέγκτης, ὁ (Μ) αυτός που ελέγχει το έγκλημα τής μοιχείας ή τους μοιχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἐλεγκτής] … Dictionary of Greek
μοιχομεριδαρχία — μοιχομεριδαρχία, ἡ (Μ) φιλία, σχέση προς μοιχούς άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + μεριδαρχία «διοικητικό αξίωμα»] … Dictionary of Greek
μοιχοσυνδρομία — μοιχοσυνδρομία, ἡ (Μ) [μοιχοσύνδρομος] εξυπηρέτηση, βοήθεια προς μοιχούς … Dictionary of Greek
μοιχοσύνδρομος — μοιχοσύνδρομος, ὁ (Μ) αυτός που συντρέχει, που βοηθεί τους μοιχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + σύνδρομος «βοηθός»] … Dictionary of Greek
νηποινεί — και νηποινί (Α) επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. εί / ί (πρβλ. αθε εί, κληρωτ ί)] … Dictionary of Greek
στειλεός — και στελεός, ο, ΝΜΑ, και στελιός Ν, και στείλειός και στελειός και στειλαιός Α 1. μακρύ κυλινδρικό ξύλο που χρησιμεύει ως λαβή ή μοχλός διαφόρων εργαλείων, κν. στειλιάρι 2. συνεκδ. λαβή, χερούλι αρχ. 1. ρόπαλο 2. λείο και μυτερό κυλινδρικό ξύλο… … Dictionary of Greek